γκαβός

γκαβός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αλλήθωρος.
2. τυφλός, στραβός: Γκαβός είσαι και δε με είδες;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκαβός — και γκαϊδός, ή, ό ο αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) gavŭ < λατ. cavus. Αβάσιμη θεωρείται η αναγωγή της λ. στο αρχ. σκαμδός «αλλήθωρος»] …   Dictionary of Greek

  • αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • γκαβίζω — είμαι γκαβός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”